- επιταχύγραφο
- το και επιταχυνσι(ο)γράφος, ο(μηχ.) όργανο που εγγράφει την επιτάχυνση μιας κίνησης, όπως π.χ. τού βλήματος μέσα στον σωλήνα τών πυροβόλων όπλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση + -γράφος (< γράφω). Απόδοση στην Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. accelerographe)].
Dictionary of Greek. 2013.